Το φως του ήλιου έχει πλήθος ευεργετικών επιδράσεων για τον ανθρώπινο οργανισμό. Προσφέρει ευεξία, ζεστασιά και θαλπωρή, έχει μικροβιοκτόνο δράση, επιτρέπει τη λειτουργία της όρασης, συμβάλλει στη σύνθεση της βιταμίνης D. Η τελευταία χαρακτηρίζεται ως η "Βιταμίνη του Ήλιου" και έχει αναδειχθεί σε σημαντική ορμόνη, καθώς επιδρά σε ποικίλα κύτταρα διαφόρων ιστών και διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στην εύρυθμη λειτουργία του μεταβολισμού και του ανασοποιητικού συστήματος.1
Το δέρμα μας είναι το μεγαλύτερο όργανο του ανθρώπινου σώματος. Αποτελεί φυσικό φραγμό μεταξύ του εξωτερικού περιβάλλοντος και του οργανισμού. Καλύπτει τα υποκείμενα όργανα και ιστούς, προτατεύοντάς τα από τις δυσμενείς περιβαλλοντικές επιδράσεις. Για το λόγο αυτό, το δέρμα μας εξελικτικά έχει αναπτύξει πολλαπλούς μηχανισμούς άμυνας. Είναι ένα δραστήριο ανοσολογικό όργανο με πολύ ανεπτυγμένη φυσική και επίκτητη ανοσία.
Το φάσμα της ηλιακής ακτινοβολίας
Η ακτινοβολία που φτάνει στην επιφάνεια της Γης αποτελείται ως επί το πλείστον από ορατό φως (45%) και υπέρυθρη ακτινοβολία ή θερμότητα (55%). Ένα μικρό τμήμα του φάσματος (5%) περιλαμβάνει τις υπεριώδεις ακτίνες, οι οποίες με βάση το μήκος κύματός τους διαχωρίζονται σε μικρού μήκους κύματος υπεριώδεις Β (UVB, 280 - 320 nm) και μεγαλύτερου μήκους κύματος υπεριώδεις (UVA, 320 - 400 nm). Η ενέργεια που μεταφέρουν οι εν λόγω ακτινοβολίες είναι αντιστρόφως ανάλογη του μήκους κύματός τους, συνεπώς οι UVB είναι ισχυρότερες από τις UVA και αυτές με τη σειρά τους είναι πιο δραστικές από τις ορατές και τις υπέρυθρες ακτίνες. Όσο μεγαλύτερη η ενέργεια της ακτινοβολίας τόσο πιο αυξημένη είναι η πιθανότητα πρόκλησης βλαβών σε βιολογικά συστήματα.2
Υπεριώδης ακτινοβολία UVB + UVA
Γνωρίζατε ότι η ακτινοβολία UVB αποτελεί μόνο το 5% του φάσματος της ηλιακής ακτινοβολίας, αλλά είναι ισχυρότερη από τη UVA. Όσο μεγαλύτερη η ενέργεια της ακτινοβολίας τόσο αυξημένη είναι η πιθανότητα πρόκλησης βλαβών σε βιολογικά συστήματα.2
Υπεριώδης ακτινοβολία B (UVB). Η UVΒ παρουσιάζει διακυμάνσεις της έντασής της ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή, το υψόμετρο, τη νέφωση, την εποχή και την ώρα της ημέρας: είναι πιο έντονη σε χαμηλότερα γεωγραφικά πλάτη, σε μεγαλύτερο υψόμετρο, με καθαρό ουρανό, τους καλοκαιρινούς μήνες και τις μεσημεριανές ώρες. Διαπερνά ελάχιστα το δέρμα μας, με αποτέλεσμα η δράση της να περιορίζεται συνήθως στην επιδερμίδα, όπου αλληλεπιδρά με δομικά συστατικά των κερατινοκυττάρων. Επίσης, επάγει τη σύνθεση της βιταμίνης D στο δέρμα. Ωστόσο, η UVΒ απορροφάται σε σημαντικό βαθμό από το DNA, προκαλώντας χαρακτηριστικές μεταλλάξεις3. Συσσωρευμένες βλάβες οδηγούν στην απόπτωση (προγραμματισμένο θάνατο) των κυττάρων. Η UVΒ ακτινοβολία είναι αυτή που κυρίως προκαλεί το ηλιακό έγκαυμα. Επίσης είναι υπεύθυνη για τη δημιουργία καρκίνων του δέρματος και για τη γήρανση της επιδερμίδας.
Υπεριώδης ακτινοβολία Α (UVΑ). Η UVΑ ακτινοβολία έχει μικρότερες διακυμάνσεις όσον αφορά στην έντασή της, τόσο κατά τη διάρκεια του έτους όσο και κατά τη διάρκεια της ημέρας. Είναι παρούσα στο φως του ήλιου χειμώνα - καλοκαίρι, καθόλη τη διάρκεια της ημέρας. Αν και μεταφέρει λιγότερη ενέργεια, έχει μεγαλύτερη διεισδυτική ικανότητα από την UVΒ, με αποτέλεσμα να διαπερνά τα σύννεφα, τα τζάμια, καθώς και τα ανώτερα στρώματα του νερού. Στο δέρμα εισχωρεί βαθιά κάτω από την επιδερμίδα, έως το χόριο, το οποίο περιέχει πολλές ίνες συνδετικού ιστού (ελαστίνη και κολλαγόνο) καθώς και πλήθος από ανοσολογικά ενεργά κύτταρα. Οι αλλοιώσεις που κυρίως προκαλεί στο δέρμα είναι κυτταρικές βλάβες λόγω οξειδωτικών αντιδράσεων. Η UVΑ θεωρείται υπεύθυνη για τη φωτογήρανση, τις αντιδράσεις φωτοευαισθησίας, ενώ συμβάλλει σημαντικά και στην πρόκληση των καρκίνων του δέρματος.
Δυσμενείς επιδράσεις της υπεριώδους ακτινοβολίας στο δέρμα
Ελλείψει προσαρμοστικών μηχανισμών, το δέρμα μας δεν θα είχε την αντοχή να αντεπεξέλθει στις επιβλαβείς επιδράσεις της υπεριώδους ακτινοβολίας. Το εκπληκτικό οπλοστάσιο του δέρματος περιλαμβάνει πλειάδα επιδιορθωτικών ενζύμων και μηχανισμών απαλλαγής των κυττάρων από τις επικίνδυνες μεταλλάξεις και από τις ελεύθερες ρίζες, διατηρώντας μία ευαίσθητη ανοσολογική ισορροπία.4 Αμέσως μετά την επίδραση της υπεριώδους ακτινοβολίας στο δέρμα κινητοποιούνται οι επιδιορθωτικοί και αμυντικοί του μηχανισμοί. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την επαγωγή παροδικής ανοσοκαταστολής έως ότου επιδιορθωθούν οι κυτταρικές βλάβες.5 Τα κερατινοκύτταρα πολλαπλασιάζονται και παχύνεται η κερατίνη στιβάδα, επισκευάζονται οι αλλοιώσεις του DNA και γίνεται ανακατανομή και σύνθεση μελανίνης. Η μελανίνη - το φυσικό μας αντηλιακό - έχει την ικανότητα να απορροφά τις υπεριώδεις ακτίνες, μειώνοντας έτσι την επίδρασή τους στα κύτταρα του δέρματος.
Οι δυσμενείς επιδράσεις της υπεριώδους ακτινοβολίας στο δέρμα διακρίνονται σε οξείες και χρόνιες. Στις οξείες συγκαταλέγονται το ηλιακό έγκαυμα και ορισμένες αντιδράσεις φωτοευαισθησίας όπως η ηλιακή κνίδωση και η φωτοτοξικότητα από φάρμακα.
Οι χρόνιες βλάβες προκύπτουν από τη συσσωρευμένη επίδραση της ακτινοβολίας στα κύτταρα σε βάθος χρόνου, και περιλαμβάνουν τη φωτογήρανση, τους καρκίνους του δέρματος και ορισμένες ιδιοπαθείς φωτοδερματοπάθειες όπως η χρόνια ακτινική δερματίτιδα.
Η παθολογική αντίδραση του δέρματος σε δόσεις ηλιακής ακτινοβολίας που, υπό κανονικές συνθήκες, δεν θα προκαλούσαν συμπτώματα ή κλινικά ορατές αλλοιώσεις, ονομάζεται φωτοευαισθησία. Οι παθήσεις του δέρματος οι οποίες χαρακτηρίζονται από φωτοευαισθησία περιλαμβάνουν:
- τις ιδιοπαθείς φωτοδερματοπάθειες, όπως είναι το πολύμορφο εκ φωτός εξάνθημα και η ηλιακή κνίδωση
- ορισμένες παθήσεις του μεταβολισμού όπως πορφυρίες, πελλάγρα
- παθήσεις του δέρματος που επιδεινώνονται στον ήλιο όπως ο ερυθηματώδης λύκος, η δερματομυοσίτιδα, η ατοπική δερματίτιδα (ενίοτε), σπάνια γενετικά σύνδρομα με ελαττωματική ικανότητα επιδιόρθωσης του DNA όπως η μελαγχρωματική ξηροδερμία
- τις φωτοδερματίτιδες από φάρμακα ή χημικές ουσίες (φαρμακευτική φωτοευαισθησία)
Τι είναι η φαρμακευτική φωτοευαισθησία;
Η φαρμακευτική φωτοευαισθησία περιλαμβάνει αντιδράσεις φωτοευαισθησίας που προκαλούνται από τη συνδυαστική, ταυτόχρονη επίδραση στο δέρμα της ηλιακής ακτινοβολίας και μίας φαρμακευτικής ουσίας, χορηγούμενης είτε τοπικά, είτε συστηματικά. Οι ουσίες που προκαλούν φωτοευαισθησία χαρακτηρίζονται ως φωτοευαισθητοποιές ουσίες.
Όλα τα νέα φάρμακα κατά την άναπτυξή τους ελέγχονται με τυποποιημένες εργαστηριακές διαδικασίες ως προς το φωτοευαισθητοποιό τους δυναμικό, ώστε να καθοριστεί η φωτοασφάλειά τους.6 Ωστόσο, παρά τις αυστηρές διαδικασίες ελέγχου πριν από την κυκλοφορία, είναι αρκετές οι περιπτώσεις πρόκλησης φαρμακευτικής φωτοευαισθησίας μετά την χρήση των φαρμάκων από το ευρύ κοινό. Χαρακτηριστικά παραδείγματα φαρμάκων συχνής χρήσης που προκαλούν φωτοευαισθησία είναι τα διουρητικά, τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη και ορισμένα αντιβιοτικά, όπως οι τετρακυκλίνες και οι κινολόνες.
Στατιστικά δεδομένα
Η ακριβής συχνότητα εμφάνισης φαρμακευτικής φωτοευαισθησίας στο γενικό πληθυσμό δεν είναι γνωστή, καθώς πολλά περιστατικά διαδράμουν αδιάγνωστα και δεν αναφέρονται ποτέ στις υπηρεσίες φαρμακοεπαγρύπνισης. Η φαρμακευτική φωτοευαισθησία εκδηλώνεται με φωτοτοξικές ή φωτοαλλεργικές αντιδράσεις.
Κατανομή εξανθήματος
Εκδηλώσεις φαρμακευτικής φωτοτοξικότητας
Οι φωτοτοξικές αντιδράσεις είναι αρκετά συχνές και εκδηλώνονται λίγα λεπτά ή λίγες ώρες μετά την χορήγηση του φαρμάκου και την έκθεση στον ήλιο. Συνήθως προκαλούνται από συστηματικώς χορηγούμενα φάρμακα και είναι δοσοεξαρτώμενες: χρειάζεται ικανή ποσότητα φαρμάκου και υπεριώδους ακτινοβολίας για να προκληθεί η αντίδραση. Η φαρμακευτική φωτοτοξικότητα εκδηλώνεται κατά κανόνα με τη μορφή έντονου ηλιακού εγκαύματος που περιορίζεται αυστηρά στις φωτοεκτεθειμένες περιοχές του δέρματος. Λίγες ώρες μετά από έκθεση στον ήλιο που, υπό φυσιολογικές συνθήκες, δεν θα προκαλούσε έγκαυμα, το δέρμα εμφανίζεται ερυθρό, θερμό και οιδηματώδες. Οι περιοχές του δέρματος που καλύπτονται από ενδύματα, καθώς και οι περιοχές με φυσική σκίαση όπως κάτω από το πηγούνι, πίσω από τα αυτιά, συνήθως δεν προσβάλλονται. Οι οξείες εκδηλώσεις υποχωρούν σε λίγες ημέρες εφόσον δεν υπάρξει εκ νέου έκθεση στον ήλιο ή εφόσον διακοπεί το υπαίτιο φάρμακο. Μετά την οξεία φάση ακολουθεί απολέπιση του προσβεβλημένου δέρματος και στη συνέχεια πλήρης αποκατάστασή του.7
Εκδηλώσεις φαρμακευτικής φωτοαλλεργίας
Οι φωτοαλλεργικές φαρμακευτικές αντιδράσεις απαντώνται σπανιότερα. Πρόκειται για ανοσολογικές αντιδράσεις, συνήθως με τη μορφή της υπερευαισθησίας επιβραδυνομένου τύπου. Η αντίδραση δεν εμφανίζεται από την αρχή, διότι απαιτείται ένα χρονικό διάστημα λίγων ημερών τουλάχιστον, με επανειλημμένες εκθέσεις στο φάρμακο και στον ήλιο, ώστε να ευαισθητοποιηθεί ο οργανισμός και να προκληθεί η αλλεργική αντίδραση. Οι δόσεις φαρμάκου και υπεριώδους ακτινοβολίας που απαιτούνται συνήθως είναι πολύ μικρές. Αν και αρχικά προσβάλλεται μόνο το φωτο-εκτεθειμένο δέρμα, στη συνέχεια το εξάνθημα μπορεί να επεκταθεί και σε γειτονικές μη εκτεθειμένες περιοχές.7 Στις περιπτώσεις που το ενοχοποιούμενο φάρμακο θεωρείται απαραίτητο και αναντικατάστατο, θα πρέπει να εκπαιδεύεται ο ασθενής στην εφαρμογή αποτελεσματικών μέτρων φωτο-προστασίας. Αυτά περιλαμβάνουν την αποφυγή της άμεσης έκθεσης στον ήλιο, τη χρήση ειδικών ενδυμάτων που εμποδίζουν τη διείσδυση των ακτίνων του ήλιου και την επάλειψη αντηλιακών σκευασμάτων στις ακάλυπτες, φωτο-εκτεθειμένες περιοχές. Εάν παρατηρήσετε αντιδράσεις στο δέρμα σας όπως αυτές που περιγράφονται εδώ, συμβουλευτείτε το γιατρό σας για μια διάγνωση.
Αντηλιακά σκευάσματα
Τα αντηλιακά είναι τοπικά προϊόντα που εφαρμόζονται στο δέρμα με σκοπό την προστασία του από τις επιβλαβείς ακτινοβολίες του ήλιου. Η δράση τους οφείλεται σε ειδικά συστατικά (φίλτρα) που έχουν την ικανότητα να προσροφούν (χημικά φίλτρα) ή να αντανακλούν (φυσικά φίλτρα) την προσπίπτουσα στο δέρμα υπεριώδη ακτινοβολία.
Ο βαθμός προστασίας που προσφέρουν εξαρτάται από το ποσοστό της ακτινοβολίας που αποτρέπεται να εισχωρήσει στο δέρμα (δείκτης προστασίας) και από το φάσμα της ακτινοβολίας αυτής (ευρύτητα φάσματος). Ο δείκτης SPF (sun protection factor) αναφέρεται στο βαθμό προστασίας από την UVB ακτινοβολία και προσδιορίζεται σε εργαστηριακές συνθήκες, με χρήση ποσότητας αντηλιακού 2 mg/cm2 δέρματος. Ένα αντηλιακό με δείκτη SPF 15 απορροφά το 93% της UVB, με SPF 30 το 97%, ενώ με SPF 50 το 98%. Στην πράξη όμως, οι ποσότητες αντιηλιακού που χρησιμοποιούνται είναι πολύ μικρότερες (0,5 - 1 mg/cm2) με αποτέλεσμα δραστική μείωση του δείκτη προστασίας έως και κατά 50%8. Με βάση την Ευρωπαϊκή νομοθεσία ο βαθμός προστασίας ενός αντηλιακού από την UVA πρέπει να συμβαδίζει με την αντίστοιχη προστασία από την UVB και να αντιστοιχεί τουλάχιστον στο ένα τρίτο αυτής. Τα αντηλιακά είναι ένα χρήσιμο εργαλείο όταν χρησιμοποιούνται σωστά και εντάσσονται σε μία γενικότερη στρατηγική ηλιοπροστασίας. Για τους ασθενείς με φαρμακευτική φωτοευαισθησία επιλέγουμε αντηλιακά με υψηλό δείκτη και με ευρύ φάσμα προστασίας (UVB, UVA) και τους συμβουλεύουμε να τα επαλείφουν σε παχύ στρώμα στις περιοχές του δέρματος που δεν καλύπτονται από ενδύματα. Επίσης είναι σημαντικό να φοράνε γυαλιά ηλίου και πλατύγυρο καπέλο για την προστασία των οφθαλμών και της κεφαλής γενικότερα. Συνάμα, πρέπει να έχουμε κατά νου ότι στα άτομα με περιορισμένη έκθεση στον ήλιο, που εφαρμόζουν αυστηρά μέτρα ηλιοπροστασίας, μειώνονται δραστικά τα επίπεδα της βιταμίνης D. Κατά συνέπεια τα άτομα αυτά θα πρέπει να λαμβάνουν συστηματικά και υπό ιατρική καθοδήγηση και παρακολούθηση, συμπληρώματα διατροφής που περιέχουν βιταμίνη D.
Αθηνά Ματέκοβιτς Νταλαμάγκα
Ιατρός Δερματολόγος - Αφροδισιολόγος, Διδάκτωρ Δερματολογίας - Αφροδισιολογίας
Ιατρικής Σχολής Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, με ιδιαίτερο πεδίο επιστημονικού ενδιαφέροντος τη Φωτοδερματολογία, που μελετάει τις επιδράσεις της υπεριώδους ακτινοβολίας και του φωτός στο δέρμα.
Επιστημονική Επιμέλεια Χριστίνα Αντωνίου
ΙΙατρός Δερματολόγος - Αφροδισιολόγος, Ομότιμος Καθηγήτρια
Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών